- Ουκρανή
- [украни] ουσ. Θ. украинка.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Ουκρανός — ο, θηλ. Ουκρανή [Ουκρανία] ο κάτοικος τής Ουκρανίας ή αυτός που κατάγεται από την Ουκρανία … Dictionary of Greek